- γειτνιάζω
- γειτνίασα, γειτνιασμένος, γειτονεύω, συνορεύω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γειτνιάζω — pres subj act 1st sg γειτνιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιάζω — (AM γειτνιάζω) 1. είμαι γείτονας κάποιου 2. προσομοιάζω, είμαι παραπλήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακτεταμένος τ. τού γειτνιάω, ώ*] … Dictionary of Greek
γειτνιάζῃ — γειτνιάζω pres subj mp 2nd sg γειτνιάζω pres ind mp 2nd sg γειτνιάζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιαζόντων — γειτνιάζω pres part act masc/neut gen pl γειτνιάζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιάζει — γειτνιάζω pres ind mp 2nd sg γειτνιάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιάζον — γειτνιάζω pres part act masc voc sg γειτνιάζω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιάζοντα — γειτνιάζω pres part act neut nom/voc/acc pl γειτνιάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιάζουσι — γειτνιάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) γειτνιάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιάζουσιν — γειτνιάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) γειτνιάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιαζουσῶν — γειτνιάζω pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)